μυώνας — ο σύνδεσμος των μυών του σώματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μυῶνας — μῡῶνας , μυών cluster of muscles masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυς — Βλ. λ. μύες. * * * (I) ο (ΑΜ μῡς, υός, Α σπαν. και ως θηλ.) 1. ονομασία τρωκτικών θηλαστικών, ποντίκι, ποντικός (α. «μῡς ἀρουραῑος» ο ποντικός τών αγρών, ο αρουραίος β. «οἱ δὲ τῶν Περσών μάγοι τοὺς μῡς ἀπεκτίννυσαν», Πλούτ.) 2. ανατ. ο μυς τού… … Dictionary of Greek
νεύρα — Οι νευρικές δέσμες. Βλ. λ. νευρικό σύστημα. * * * νεύρα, ἡ (Μ) 1. νεύρο 2. μυώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού νεῦρον (τὸ) με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
νεύρο — το (ΑΜ νεῡρον) 1. συν. στον πληθ. τα νεύρα βιολ. όργανα υπό μορφή υπόλευκης ταινίας ή νήματος τα οποία μεταφέρουν τις αισθητικές και κινητικές διεγέρσεις μεταξύ εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού αφ ενός και τών διαφόρων οργάνων, αφ ετέρου, και πρός… … Dictionary of Greek
ποντίκι — το, Ν 1. ζωολ. μικρό τρωκτικό, ο ποντικός 2. ο μυς τού σώματος, μυώνας 3. (πληροφ.) μικρή συσκευή τής οποίας η μετακίνηση με το χέρι πάνω σε μια επιφάνεια προκαλεί αντίστοιχη μετακίνηση ενός φωτεινού σημείου τής οθόνης τού ηλεκτρονικού υπολογιστή … Dictionary of Greek
ποντικός — Κοινό όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται τα Τρωκτικά, που ανήκουν στην υποοικογένεια των μυϊνών, της μεγάλης οικογένειας των Μυϊδών. Μια τυπική μορφή των απλοδόντων αυτών είναι ο γνωστός κατοικίδιος ποντικός (mus musculus), που έχει μήκος 16 18 εκ … Dictionary of Greek